- πτηνοτρόφος
- ο, η, Ναυτός που ασχολείται συστηματικά με την εκτροφή και αναπαραγωγή πτηνών.[ΕΤΥΜΟΛ. < πτηνό + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο-τρόφος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πτηνοτρόφος — ο αυτός που τρέφει συστηματικά πτηνά για εκμετάλλευση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ορνεοτρόφος — ὀρνεοτρόφος, ον (Α) αυτός που εκτρέφει πτηνά, πτηνοτρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο τρόφος] … Dictionary of Greek
ορνιθοκόμος — ο (Α ὀρνιθοκόμος, ον) νεοελλ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η ορνιθοκόμος άτομο που ασχολείται συστηματικά με την επιστημονική εκτροφή ορνίθων και, γενικά, πουλερικών, πτηνοτρόφος αρχ. 1. αυτός που εκτρέφει πτηνά 2. (το αρσ. ως κύριο ον.)… … Dictionary of Greek
ορνιθοτρόφος — ο (Α ὀρνιθοτρόφος, ον) (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η ορνιθοτρόφος άτομο που εκτρέφει και εμπορεύεται όρνιθες, πτηνοτρόφος αρχ. αυτός που ασχολείται με την εκτροφή και την αναπαραγωγή ορνίθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + τρόφος (< τρέφω),… … Dictionary of Greek
πτηνοτροφία — Εκτροφή πουλερικών, για παραγωγή αβγών ή κρέατος, καθώς και για την επίτευξη βελτιωμένων αναπαραγωγικών φυλών. Η π., που κατά μεγάλο μέρος πραγματοποιείται σήμερα με εμπειρικές μεθόδους, εδώ και μερικές δεκαετίες αναπτύχθηκε σημαντικά σε διάφορες … Dictionary of Greek
πτηνοτροφείο — το, Ν εγκατάσταση, όπου γίνεται μεθοδική εκτροφή και αναπαραγωγή πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτηνοτρόφος. Η λ., στον λόγιο τ. πτηνοτροφεῖον, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
πτηνοτροφικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πτηνοτροφία («πτηνοτροφική εγκατάσταση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πτηνοτρόφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
στρουθοτρόφος — ον, Μ πτηνοτρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ορνιθο τρόφος] … Dictionary of Greek